- τοξικολόγος
- ο, ηγιατρός που καταγίνεται με την τοξικολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοξικολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicologist < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Δ. Καλλιβωκά] … Dictionary of Greek